μελαγχολία

μελαγχολία
Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία. Η κατάσταση αυτή συνοδεύεται συχνά από άλλες εκδηλώσεις, όπως η αϋπνία, η άρνηση λήψης τροφής κ.ά. Η μ. μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε ψυχική νόσο, ενώ είναι πάντα παρούσα στη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, σε νευροεκφυλιστικές παθήσεις της γεροντικής συνήθως ηλικίας ή ως συνέπεια συγκινησιακών κλονισμών. Δεν είναι σπάνια η εμφάνιση πρόσκαιρης μ. κατά την εφηβεία, η οποία συνδέεται με την οργανική και ψυχική ωρίμανση αυτής της περιόδου. Η θεραπεία ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες επιστημονικές ερμηνείες της μ., από την ψυχανάλυση έως τα ψυχοφάρμακα και τη χρήση ηλεκτροσόκ.
* * *
η (ΑM μελαγχολία, Α ιων. τ. μελαγχολίη)
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με αίσθημα ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική αναστολή
νεοελλ.-μσν.
βαριά δυσθυμία που συνοδεύεται από τάση προς απομόνωση, μεγάλη και συνεχής λύπη, έντονη ακεφιά
αρχ.
1. ασθένεια που προέρχεται όταν εγχυθεί η χολή στο αίμα, είδος παραφροσύνης, υποχονδρία («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)
2. οργή, θυμός
3. αφροσύνη, απερισκεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος (< μέλας, -ανος + χόλος / χολή). Η λ. μελαγχολία εντάσσεται σε μια ομάδα λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου αναφορικά προς ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες τού οργανισμού. Η αντίληψη τής σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο οποίος πρώτος διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την ανάμιξη σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών τού σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι εξής τύποι: αιματώδης «ενθουσιώδης, πληθωρικός» (πρβλ. και θερμόαιμος, ψύχραιμος), φλεγματικός «ψύχραιμος, απαθής» (πρβλ. «αγγλικό φλέγμα»), χολερικός «ευερέθιστος, οξύθυμος» και μελαγχολικός «δύσθυμος, άκεφος». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. humor (χιούμορ) «εύθυμη κριτική διάθεση» προέρχεται από λατ. humor «χυμοί τού σώματος». Ενδεικτικές, τέλος, τής σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών είναι νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η χολή», «μού έπρηξε το συκώτι», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το αίμα», «μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι», που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. μελαγχολία δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholy, γαλλ. melancholie), ενώ ως ιατρικός όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. melancholia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελαγχολία — μελαγχολίᾱ , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc/acc dual μελαγχολίᾱ , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίᾳ — μελαγχολίαι , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc pl μελαγχολίᾱͅ , μελαγχολία atrabiliousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολία — η διαρκής και επίμονη θλίψη: Μετά το διαζύγιο έπεσε σε μελαγχολία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελαγχολίας — μελαγχολίᾱς , μελαγχολία atrabiliousness fem acc pl μελαγχολίᾱς , μελαγχολία atrabiliousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίαι — μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc pl μελαγχολίᾱͅ , μελαγχολία atrabiliousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίαν — μελαγχολίᾱν , μελαγχολία atrabiliousness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολιῶν — μελαγχολία atrabiliousness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίαις — μελαγχολία atrabiliousness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίη — μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχολίην — μελαγχολία atrabiliousness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”